- χρησμοδοτώ
- (ε) αμετ. пророчить, предсказывать, предвещать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρησμοδοτώ — χρησμοδοτῶ, έω, ΝΜΑ [χρησμοδότης] δίνω χρησμούς, προφητεύω τα μέλλοντα … Dictionary of Greek
χρησμοδοτώ — χρησμοδοτώ, χρησμοδότησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρησμοδοτώ — χρησμοδότησα, χρησμοδοτήθηκα, χρησμοδοτημένος, δίνω χρησμούς, προφητεύω, προμαντεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρησμοδοτῶ — χρησμοδοτέω give oracles pres subj act 1st sg (attic epic doric) χρησμοδοτέω give oracles pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαναιρώ — έω, Α 1. ανεγείρω, σηκώνω κάτι επί πλέον 2. καταστρέφω, αφανίζω επιπροσθέτως 3. (για μαντείο) χρησμοδοτώ επί πλέον, δίνω και άλλη, επιπρόσθετη απάντηση 4. μέσ. προσαναροῡμαι, έομαι αναλαμβάνω, επιχειρώ να κάνω κάτι επί πλέον («τὸν πόλεμον οὐδὲν… … Dictionary of Greek
συνθεσπιωδώ — έω, Μ χρησμοδοτώ, προφητεύω μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θεσπιῳδῶ «χρησμοδοτώ, προφητεύω»] … Dictionary of Greek
χρησμοδοτίζω — Μ χρησμοδοτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμοδοτῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… … Dictionary of Greek
αποθεσπίζω — ἀποθεσπίζω (Α) χρησμοδοτώ … Dictionary of Greek
αποφοιβάζω — ἀποφοιβάζω (AM) [φοιβάζω] 1. απαγγέλλω χρησμούς, χρησμοδοτώ 2. απαγγέλλω με στόμφο … Dictionary of Greek
αυδώ — αὐδῶ ( άω) (Α) [αυδή] 1. προσφέρω φθόγγους, αρθρώνω, μιλώ 2. φωνάζω, κραυγάζω 3. (για χρησμούς) προφητεύω, χρησμοδοτώ 4. λέγω κάτι σε κάποιον, απευθύνομαι, προσφωνώ 5. επικαλούμαι (θεό) 6. προτρέπω, διατάσσω 7. αποκαλώ, ονομάζω 8. εγκωμιάζω 9.… … Dictionary of Greek